- γύφτικος
- -η, -ο1. ο σχετικός με τον γύφτο2. βρόμικος, ακατάστατος3. μικροπρεπής, τσιγγούνης4. το ουδ. ως ουσ. το γύφτικοσιδηρουργείο5. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύφτικαα) συνοικία τών γύφτωνβ) περιοχή τών σιδηρουργείων6. φρ. α) «αυτά τα λένε στα γύφτικα» — είναι ψευδολογίες ή τερατολογίεςβ) «καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι» — υπερηφανεύομαι με γελοίο τρόπογ) «κάτι τρέχει στα γύφτικα» — λέγεται για εντελώς ασήμαντα γεγονότα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αιγύπτικος < Αίγυπτος].
Dictionary of Greek. 2013.